αντιβίην — ἀντιβίην (Α) [ἀντίβιος] κατά πρόσωπο, ως ίσος προς ίσον … Dictionary of Greek
αντίβιος — ἀντίβιος, ία, ον, θηλ. και ος (Α) [βία] 1. αυτός που αντιτάσσει βία στη βία 2. εχθρικός 3. (το ουδ. ως επίρρ.) ἀντίβιον αντιβίην* … Dictionary of Greek